ενσφράγιστος

ενσφράγιστος
-η, -ο
επίρρ.
1. που είναι κλεισμένος με σφράγιση, σφραγισμένος, σφραγιστός: Ενσφράγιστος φάκελος.
2. που είναι κλεισμένος σε σφραγισμένο φάκελο ή περικάλυμμα: Η δημοπρασία θα γίνει με ενσφράγιστες προσφορές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενσφράγιστος — η, ο 1. ο κλεισμένος σε σφραγισμένο περιτύλιγμα («ενσφράγιστες προσφορές») 2. ο κλεισμένος με σφραγίδα («ενσφράγιστος φάκελλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”